- αλωπίας
- (alopias). Γένος καρχαριών της οικογένειας των ισουριδών. Χαρακτηριστικό των ψαριών αυτών είναι o εξαιρετικά μακρύς άνω λοβός του ουραίου πτερυγίου. Στο είδος α. η αλώπηξ (αλεπού της θάλασσας), ο λοβός αυτός καλύπτει το μισό του συνολικού μήκους του ψαριού, που είναι περίπου 6 μ. Ο α. τρέφεται με ρέγκες, σκουμπριά κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.